Αρχαία και μεσαιωνικά μνημεία της Κεφαλονιάς
Ο πολιτισμός της Κεφαλονιάς
Τα μνημεία της Κεφαλονιάς
Ιστορικό περίγραμμα
Η βεβαιωμένη ανθρώπινη παρουσία χρονολογείται από την Παλαιολιθική Εποχή, όπως μαρτυρούν ευρήματα από το Φισκάρδο, τη Σάμη και τη Σκάλα. Οι πληροφορίες πληθαίνουν στα Νεολιθικά χρόνια και βασίζονται τόσο σε ευρήματα από σπήλαια (Δράκαινα Πόρου, Γερογόμπος Παλλικής), όσο και από διάφορες υπαίθριες εγκαταστάσεις που έχουν εντοπιστεί είτε στην ενδοχώρα, είτε στα παράλια.
Στις επόμενες δύο χιλιετίες, το νησί ετοιμάζεται σταδιακά για την "έκρηξη" της μυκηναϊκής περιόδου. Πράγματι, τα μυκηναϊκά χρόνια (1.550-1.050 π.Χ) είναι μια περίοδος μεγάλης δημογραφικής και οικιστικής ανάπτυξης, που έχει αφήσει ποικιλία ευρημάτων (κατοικίες, τάφοι, κινητά ευρήματα) σε μια πληθώρα θέσεων, όπως τους θαλαμοειδείς και θολωτούς τάφους στα Μαζαρακάτα, τη Λακήθρα, τα Διακάτα, τα Προκοπάτα, τα Μαυράτα, τα Τζαννάτα, την Κοντογενάδα, το Σκινέα, τα Μεταξάτα και τις Καγκέλισσες.
Μετά τη δύση του μυκηναϊκού πολιτισμού, οι διάσπαρτες οικιστικές μονάδες οργανώνονται σε μεγαλύτερους, πιο πολυάνθρωπους και καλύτερα οχυρωμένους οικισμούς. Στα κλασικά χρόνια (5ος-4ος αι. π.Χ) συγκροτούνται τέσσερις πόλεις-κράτη, η Κράνη στο κέντρο, η Πάλη στα δυτικά, οι Πρόννοι στα νότια και η Σάμη στα ανατολικά και βόρεια, που είναι γνωστές ως «Κεφαλληνιακή Τετράπολις». Η Κεφαλληνιακή Τετράπολις έφτασε στην κορυφή της ακμής της κατά την Ελληνιστική περίοδο (4ος αι.π.Χ - 188π.Χ).
Την περίοδο της ρωμαιοκρατίας (189 π.Χ- 330 μ.Χ), οι παλιές πόλεις περνούν αναπόφευκτα κλυδωνισμούς, καθώς οι συσχετίσεις αλλάζουν, εμφανίζονται νέοι πόλοι στα νότια και βόρεια, ενώ η Η Σάμη ενισχύει σημαντικά την υποδομή και το ρόλο της, καθώς αποτελεί το ναύσταθμο του ρωμαϊκού ναυτικού.
Μετά τη διαίρεση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η Κεφαλονιά πέρασε στη ζώνη επιρροής του Βυζαντίου και αργότερα στην κυριαρχία Φράγκων ευγενών.
Την περίοδο 1500-1797 το νησί πέρασε στην κατοχή των Βενετών, που ενδιαφέρθηκαν τόσο για την γεωπολιτική και στρατηγική θέση του, όσο και για το παραγωγικό δυναμικό του. Οι Ενετοί ενίσχυσαν παλιότερες οχυρώσεις στην ενδοχώρα, όπως το κάστρο του Αγίου Γεωργίου και κατασκεύασαν μεγάλα παράκτια φρούρια, όπως το κάστρο της Άσσου. Παράλληλα, μετέφεραν τεχνικές και πρακτικές από τη δύση και επηρέσαν όλη την οικονομική και κοινωνική δομή της Κεφαλονιάς.
Στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αι., η Κεφαλονιά βρεθηκε για λίγα χρόνια υπό Γαλλική κατοχή, ενώ το 1809 πέρασε υπό αγγλική διαχείριση, που διήρκεσε μέχρι το 1864, όταν τα Επτάνησα ενώθηκαν με την ελεύθερη Ελλάδα. Σημαντικό μέρος της κοινωνικής ιστορίας και των νεώτερων μνημείων του νησιού ανήκει στην περίοδο της αγγλοκρατίας και είναι έργο των φωτισμένων ευρωπαίων τοποτηρητών.
Σπήλαιο Δράκαινα
Το Σπήλαιο Δράκαινα είναι μια θέση νεολιθικής κατοίκησης που εντοπίστηκε στο Φαράγγι του Πόρου. Το σπήλαιο σώζεται σε υπολειμματική μορφή λόγω κατάρρευσης τμήματος της οροφής του και σήμερα μοιάζει περισσότερο με ανοιχτή βραχοσκεπή. Προκαταρκτικές έρευνες και συστηματικές ανασκαφές του Υπουργείου Πολιτισμού έφεραν στο φως κατάλοιπα κατοίκησης από τα νεολιθικά χρόνια έως την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού. Το σπήλαιο πιθανόν εγκαταλείφθηκε ενδιάμεσα, αλλά ξαναχρησιμοποιείται από το τέλος του 7ου μέχρι τις αρχές του 2ου αι. π.Χ. ως ιερό αφιερωμένο στη λατρεία των Νυμφών.
Θολωτός τάφος Τζανάτων
Πρόκειται για τον σημαντικότερο προϊστορικό τάφο της Κεφαλονιάς, μια μεγάλη θολωτή κατασκευή με ύψος σχεδόν 4 μ. και διάμετρο περίπου 7 μ. Εντοπίστηκε στη θέση Μπούρτζι κοντά στα Τζανάτα και ανασκάφηκε από τον αρχαιολόγο Λάζαρο Κολώνα στις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Ο τάφος έχει χρονολογηθεί στην μυκηναϊκή περίοδο. Εκτιμάται ότι χρησιμοποιήθηκε επανειλημένα μεταξύ του 1400 και του 1000 π.Χ., καθώς είναι γνωστό ότι κατά την περίοδο αυτή οι μεγάλοι θολωτοί τάφοι χρησιμοποιούνταν για περισσότερους από έναν νεκρό. Το μέγεθος, η διάρκεια χρήσης και ο πλούτος των κτερισμάτων συνηγορούν στο ότι η περιοχή υπήρξε ακμαίο μυκηναϊκό κέντρο.
Παρόλο που ο τάφος είχε συληθεί ήδη κατά την αρχαιότητα, ανασύρθηκαν αρκετά ευρήματα, ανάμεσα στα οποία κοσμήματα, σφραγιδόλιθοι, πήλινα ειδώλια, αντικείμενα μικροτεχνίας, μικρός χρυσός αναθηματικός διπλός πέλεκυς και επίχρυσα κέρατα ταύρου. Τα ευρήματα, που μαρτυρούν πλούτο και προφανώς ανήκαν στην τοπική ανώτερη τάξη, εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αργοστολίου.
Ρωμαϊκή έπαυλη στη Σκάλα
Η ρωμαϊκή έπαυλη στη θέση Άγιος Αθανάσιος της Σκάλας αποτελεί το σημαντικότερο μνημείο της ρωμαϊκής εποχής στην Κεφαλονιά και χρονολογείται στο 2ο αι. μ.Χ. Εντοπίστηκε το 1957 και οι ανασκαφές αποκάλυψαν μεγάλη αγροικία με έξι χώρους και υπαίθρια αυλή. Τα λείψανα νεώτερης δεξαμενής υποδεικνύουν πιθανή θέση λουτρών με υπόκαυστα. Η θέση της κύριας εισόδου του κτιρίου στη νότια πλευρά, πάνω στην κοίτη χειμάρρου ενισχύει την υπόθεση φρουριακής φύσης της έπαυλης, καθώς φαίνεται ότι η προσπέλαση γινόταν με κινητή ξύλινη γέφυρα.
Το μνημείο είναι επισκέψιμο. Πέραν των οικοδομικών λειψάνων, ιδιαίτερα ενδιαφέρων είναι ο ψηφιδωτός διάκοσμος των δαπέδων του κτιρίου, που περιλαμβάνει σύνθεση με μορφή νεαρού άνδρα που δέχεται επίθεση από δύο ζεύγη θηρίων, παράσταση με βωμό και σύνθεση θυσίας, καθώς και δύο τμήματα με γεωμετρικά θέματα.
Το κτίριο πρέπει να καταστράφηκε στον 4ο αι. μ.Χ. από πυρκαγιά. Αργότερα, πάνω στα λείψανα τους αγροικίας χτίστηκε παλαιοχριστιανικός ναός, ο οποίος διατηρήθηκε μέχρι τον 9ο ή 10ο αι., οπότε και αυτός καταστράφηκε από φωτιά. Το ξωκλήσι του Αγίου Αθανασίου που βρίσκεται σήμερα στο χώρο χρονολογείται στα υστεροβυζαντινά χρόνια και χτίστηκε πάνω στα ερείπια του παλαιοχριστιανικού ναού.
Οι ρωμαϊκές επαύλεις στη Σκάλα και στον Κατελειό σημειώνουν τη συνέχεια της κατοίκησης στην περιοχή.
Δωρικός ναός στη Σκάλα
Στην περιοχή της Σκάλας, κοντά στη ρωμαϊκή έπαυλη και δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου (θέση Γραδού) αποκαλύφθηκαν το 1812 και ανασκάφηκαν το 1960 λείψανα αρχαίου τεμένους, που αποτελείτο από ναό δωρικού ρυθμού, κτίσμα και περίβολο. Παρόλο τον μέτριο βαθμό διατήρησης, ο δωρικός ναός της Σκάλας αποτελεί το σημαντικότερο αρχαίο ναϊκό σύνολο της Κεφαλονιάς.
Το τέμενος, που ιδρύθηκε στις αρχές του 6ου αι. και φαίνεται να εγκαταλείφθηκε τον 4ο αι. π.Χ., ανήκε στην επικράτεια της πόλης-κράτους των Πρόννων. Η θέση του, καταμεσής της νότιας ακτής της Κρανιάς και σε περίοπτο σημείο, στενά συνδεδεμένο με το φυσικό λιμάνι του Πόρου, υποδηλώνει ότι ο ναός λειτουργούσε σαν σημείο αναφοράς για την ναυσιπλοΐα της εποχής.
Ακρόπολη αρχαίας Σάμης
Πυρήνας του αμυντικού συστήματος της αρχαίας Σάμης, η ακρόπολη περιβάλλει την ψηλότερη θέση πάνω από την αρχαία (και σύγχρονη) Σάμη, σε λόφο φυσικά προστατευμένο από τα ανατολικά και δυτικά, που παρέχει ωστόσο ομαλή πρόσβαση από τις δύο άλλες κατευθύνσεις. Η ακρόπολη και μέρος των τειχών ανήκουν στην αρχική φάση της οχύρωσης, που χρονολογείται στην κλασική περίοδο, ενώ ο πύργος της Κυάτιδος και τρία σκέλη τειχών, που ολοκληρώνουν το αμυντικό σύστημα, έχουν δεχθεί προσθήκες και βελτιώσεις έως και τα βυζαντινά χρόνια.
Ακρόπολη Κυάτιδος
Το οχυρό της Κυάτιδος αποτελεί μέρος του αμυντικού συστήματος της αρχαίας Σάμης. Πρόκειται για σύνθετη οχύρωση, που η εξέλιξή της εκτείνεται από τα ελληνιστικά έως τα βυζαντινά χρόνια και συντίθεται από μεγάλο πύργο και δύο σκέλη τειχών, που συνδέουν τον πύργο με την κυρίως ακρόπολη της Σάμης και τον αιγιαλό.
Ακρόπολης της Κράννης
Τα επιβλητικά και κατά τόπους καλοδιατηρημένα κυκλώπεια τείχη της ακρόπολης της αρχαίας Κράνης εκτείνονται στους λόφους Λόγκος και Τραγαλό Βουνί και η πρόσβαση στην τοποθεσία είναι εύκολη από τον οικισμό Ραζάτα (ή Ροζάτα). Αποτελούσαν μία οχυρωματική γραμμή με μήκος περίπου 1 χιλιόμετρο και το πλάτος της 4 μέτρα και χτίστηκε για την προστασία της Κράνης, η οποία καταλάμβανε τους λόφους Πεζούλες και Καστέλι ανατολικά, από την αντιδικούσα Σάμη.
Το τείχος είναι δομημένο από τεράστιους λαξευμένους ογκόλιθους με πολυγωνική και τραπεζοειδή μορφή (έχουν χρησιμοποιηθεί και οι δύο τεχνικές στην κατασκευή του).
Στο χαμηλότερο σημείο ανάμεσα στους δύο λόφους είναι εμφανείς οι δύο πύλες των τειχών (δίπυλο), που αποτελούσαν τις βασικές εισόδους στην Κράνη (υπήρχαν και κάποιες δευτερεύουσες κατά μήκος του τείχους).
Διακρίνονται, επίσης οι πύργοι των τειχών που προβάλλουν προς την εξωτερική μεριά, κυρίως στο νότιο τμήμα που είναι πιο καθαρό, ενώ το βόρειο σε μεγάλο βαθμό έχει καλυφθεί από την βλάστηση.
Παλιόκαστρο-Ακρόπολη Πρόννων
Το Παλιόκαστρο ήταν η ακρόπολη της προϊστορικής φάσης της πόλης των Πρόννων, μιας από τις τέσσερεις ισχυρές πόλεις της Κεφαλονιάς. Η πόλη, που πρέπει να βρισκόταν στους πρόποδες του λόφου, είχε το επίνειό της στην περιοχή του σημερινού Πόρου και παρέμεινε σε ακμή μέχρι τα ελληνιστικά χρόνια, όπως μαρτυρά η αξιόλογη νεκρόπολη που έχει βρεθεί στη βάση του λόφου της ακρόπολης. Στην ακρόπολη διακρίνεται ο "θρόνος", πιθανόν προϊστορικός βωμός προσφορών.
Ρωμαϊκό Βαλανείο Φισκάρδου
Πρόκειται για ένα λουτρό ιδιωτικής χρήσης της Ρωμαϊκής Περιόδου. Χρονολογείται στη Ρωμαϊκή – Υστερορωμαϊκή περιόδο (2ος/3ος έως 5ος αι. μ.Χ.). Στη θέση Τηγάνια έχει βεβαιωθεί η ύπαρξη αστικού κέντρου της ίδιας περιόδου.
Το κυρίως λουτρό του βαλανείου είχε διαστάσεις 10.8x8.7 μ. και βρισκόταν δίπλα στην θάλασσα. Εντοπίστηκαν τρεις υπόκαυστοι χώροι που χρησιμοποιούνταν για την θέρμανση του νερού και των θαλάμων και που τροφοδοτούνταν από δύο εστίες, μία σε κάθε πλευρά του χώρου.
Οι τοίχοι διατηρούνται σε ύψος έως 2.4 μ. Όπως είναι χαρακτηριστικό κατά την υστερορωμαϊκή περίοδο, οι τοίχοι είναι κτισμένοι με εναλλασόμενες σειρές λίθων και σειρές πλίνθωνμ, με ασβεστοκονίαμα ως συνδετική κονία. Μέσα στην τοιχοποϊα διατηρούνται οι αεραγωγοί που διοχέτευαν τον ζεστό αέρα από τα υπόκαυστα στο θάλαμο του λουτρού.
Στην ΝΔ άκρη του κτιρίου σώζονται υπολείμματα του πλακοστρωμένου διαδρόμου μήκους που οδηγούσε στη δεξαμενή.
Λίγο βορειότερα έχει αποκαλυφθεί ρωμαϊκό νεκροταφείο και έχει ανασκαφεί τμήμα του, φέρνοντας στο φως ταφικούς θαλάμους και λίθινες σαρκοφάγους.
Κάστρο Αγίου Γεωργίου
Χτισμένο πάνω σε χαμηλό, αλλά περίοπτο και σχετικά απότομο λόφο, στα πόδια των προβούνων του Αίνου και στο μέσον της μεγάλης ύφεσης ανάμεσα στη Λακήθρα και τον Καραβάδο, το Κάστρο του Αγίου Γεωργίου, κατασκευάστηκε τον 12ο αι. από τους αυτοκράτορες του Βυζαντίου για να αποτελέσει τον πυρήνα της πρωτεύουσας του νησιού. Κατά τη σύντομη περίοδο που η Κεφαλονιά καταλήφθηκε από τους Τούρκους (1484-1500), το κάστρο υπήρξε το κύριο στήριγμα άμυνάς τους και η ανακατάληψή του από τις ενωμένες δυνάμεις Βενετών και Ισπανών σήμανε και την οριστική αποχώρηση των Τούρκων από την Κεφαλονιά. Οι Ενετοί επισκεύασαν και ενίσχυσαν τα τείχη, μέσα στα οποία εγκατάσθηκαν οι ευγενείς (το γνωστό μπούργκο), ενώ γύρω τους, στο ξώμπουργκο, αναπτύχθηκε ο κλασικός εποικισμός τεχνιτών και υπηρεσιών.
Η θέση, στην καρδιά μιας πυκνοκατοικημένης και πλούσιας περιοχής και σε ασφαλή απόσταση αλλά όχι πολύ μακριά από τη θάλασσα, αποδείχτηκε ιδιαίτερα καλή επιλογή για τα δεδομένα της εποχής και υιοθετήθηκε από τους Ενετούς, που διατήρησαν την αίγλη και τον ρόλο του ως το 1757, χρονιά που μεταφέρθηκε η έδρα των υπηρεσιών στο νεόδμητο και ταχέως αναπτυσσόμενο Αργοστόλι. Παράλληλα, τα δεδομένα της άμυνας άλλαζαν και αντί της υποχώρησης και άμυνας σε ένα χερσαίο οχυρό-πόλη, ήδη από τον 16ο αιώνα η Βενετία άρχισε να κατασκευάζει μεγάλα παράκτια φρούρια που προσπαθούσαν να αποτρέψουν την απόβαση πειρατών και στρατού.
Το κάστρο καταλαμβάνει συνολική έκταση 16 στρεμ., με περίμετρος περίπου 600 μ. Πήρε το όνομά του από προϋπάρχον εκκλησάκι του στρατιωτικού Αγίου Γεωργίου, που βρέθηκε μέσα στην οχύρωση. Το σύνολο σχεδόν των ορατών τειχών είναι της πρώτης ενετικής περιόδου (1504). Μέσα στον τειχισμένο χώρο και τον περίβολο διακρίνονται εκκλησίες και κτήρια της ίδιας περιόδου, τα λείψανα μιας κατασκευής που γεφύρωνε τις επάλξεις, καθώς και ο ναός της ορθόδοξης Ευαγγελίστριας, σε χαρακτηριστικό επτανησιακό μπαρόκ, και του καθολικού Αγίου Νικολάου.
Το Κάστρο συνέχισε να κατοικείται, μέσα και έξω από τα τείχη, φυσικά με πολύ μικρότερη ένταση, μέχρι τα μέσα του 20ου αι., οπότε τα κτίσματα έπαθαν μεγάλες ζημιές από το σεισμό του 1953. Σήμερα, τόσο τα σπίτια, όσο και οι κοινόχρηστοι χώροι του κυρηγμένου διατηρητέου οικισμού γύρω από το κάστρο διατηρούν άριστα τη φυσιογνωμία της εποχής.
Κάστρο Άσσου
Το Κάστρο της Άσσου θεμελιώθηκε το 1593 ως ένα σημαντικός κρίκος στην αλυσίδα προστασίας των ενετικών κτήσεων από τους Τούρκους και τους πειρατές. Το μακρύτατο και ισχυρό τείχος του περιέβαλε έκταση 440 στρέμματων πάνω στο απόκρημνο ακρωτήρι της Άσσου, σε θέση όπου ήδη υπήρχαν ερείπια αρχαίας ακρόπολης. Το τεράστιο έργο ολοκληρώθηκε σε μόλις δύο χρόνια, υπό τις τεχνικές οδηγίες του μηχανικού Μαρίνο Τζεντιλίνι (ο οποίος εγκαταστάθηκε έκτοτε οριστικά στο νησί, θεμελιώνοντας εκτός από το κάστρο και τον κεφαλονίτικο κλάδο των Τζεντιλίνι). Στην τελική του μορφή το τείχος έχει μήκος περίπου 3.000 μ., τέσσερις πύλες (την κυρίως πύλη, το «πορτέλο» στο πίσω μέρος, την Ρεσπούνα και τη Μηλιάνα) και πέντε προμαχώνες.
Μέσα από το σχέδιο δημιουργίας ενός ισχυρού κάστρο στο Ιόνιο, η Βενετία ήθελε να δημιουργήσει μια οχυρωμένη πόλη, για να ασφαλίσει τους κατοίκους και παράλληλα να στηρίξει τη λειτουργία του οχυρού. Έτσι, δόθηκαν εντολές και κίνητρα στους κατοίκους της περιοχής να εποικίσουν το κάστρο. Η ανταπόκριση ήταν χλιαρή και εκατό χρόνια αργότερα, μόλις 39 οικογένειες είχαν κατοικήσει στο Κάστρο, ενώ ο οικισμός που βρισκόταν στο λαιμό, το "Στρέτο", αναπτύχθηκε πολύ περισσότερο. Ο κυριότερος λόγος που δεν θέλησαν οι Κεφαλονίτες να εγκατασταθούν στον οχυρωμένο χώρο ήταν η έλλειψη νερού, που έκανε τις συνθήκες ζωής περίπλοκες και την καλλιέργεια αδύνατη.
Έτσι το κάστρο της Άσσου παρέμεινε υποστελεχωμένο και μετά το 1757, οπότε οι Βενετοί ιδρύουν το Αργοστόλι και το θεσπίζουν ως νέα πρωτεύουσα του νησιού, οι κάτοικοι θα το εγκαταλείψουν σταδιακά. Οι στρατώνες, η κατοικία του Προβλεπτή, οι τρεις καθολικές εκκλησίες (του Αγίου Μάρκου, της Παναγίας Σπιταλιόρας και του Αγίου Ιωάννη) και δεκάδες άλλα κτίρια, σιγά-σιγά ρημάζουν. Στα μέσα του 19ου αι. θα κτιστεί, πάνω στα λείψανα παλιότερης εκλλησίας, ο Προφήτης Ηλίας, ενοριακός ναός του οικισμού, στολισμένος με ωραίο ξυλόγλυπτο τέμπλο και εικόνες καλής τέχνης.
Πολύ αργότερα, το 1929, το κάστρο θα μετατραπεί σε Αγροτικές Φυλακές του ελληνικού κράτους. Σήμερα παραμένει ένα σπουδαίο μνημείο των Επτανήσων, μάρτυρας της υψηλής τεχνικής των οχυρωματικών έργων του 16ου αι.
Ενετική οχύρωση Φισκάρδου
Οχυρό της Ενετοκρατίας που αποτελείται από δύο πύργους και περίβολο. Ο όγκος της παρακείμενης παλαιοχριστιανικής βασιλικής αποτελούσε μέρος της οχύρωσης. Το οχυρό έλεγχε την είσοδο στο λιμάνι του Φισκάρδου, αλλά είχε χώρους ώστε να λειτουργήσει ως καταφύγιο στην περίπτωση επιδρομής.
Ενετικός φάρος Φισκάρδου
Ο υπήνεμος όρμος του Φισκάρδου και ο γειτονικός όρμος Φώκι είναι τα ασφαλέστερα φυσικά λιμάνια της βόρειας Κεφαλονιάς. Οι Ενετοί, έχοντας ανάγκη να ελλιμενίζουν τις εμπορικές και πολεμικές γαλέρες τους στην περιοχή, κατασκεύασαν τον 16ο αι. έναν σημαντικό για την εποχή του φάρο στο ακρωτήρι του Φισκάρδου. Ο κυλινδρικός πύργος έχει στιβαρή κατασκευή με ενισχυτική ταινία, ενώ το οίκημα του φαροφύλακα περιβάλλεται από οχυρό πέτρινο τοίχο ύψους 2 μ.
topoguide Greece
ΟΔΗΓΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑ
Ο οδηγός Κεφαλονιά topoguide είναι διαθέσιμος για συσκευές Android μαζί με άλλες δεκάδες περιοχές της Ελλάδας, μέσα στη γενική εφαρμογή topoguide Greece. Η Κεφαλονιά topoguide περιλαμβάνεται στην ομάδα των Εληνικών νησιών. Αποκτήστε τον οδηγό Κεφαλονιά topoguide ως in-app purchase μέσα από την εφαρμογή.
Ο οδηγός Κεφαλονιά topoguide είναι επίσης διαθέσιμος για συσκευές iOS (iPhone και iPad) μέσα από την γενική εφαρμογή πεζοπορικών περιοχών Topoguide Greece. Αποκτήστε τον οδηγό Κεφαλονιά topoguide ως in-app purchase μέσα από την εφαρμογή.
Είναι πολύ ενδιαφέρον ότι το topoguide Greece έχει τη δυνατότητα ταυτόχρονης απεικόνισης έως και 15 περιοχών, επιτρέποντας έτσι την προβολή όλων των διαθέσιμων περιοχών των Ιονίων και την εύκολη εναλλαγή των διαδρομών, των εκατοντάδων Σημείων Ενδιαφέροντος και των δεκάδων σελίδων του οδηγού με τις αναρίθμητες φωτογραφίες.