Ημερολόγια Υπαίθρου: Ρούμελη

Μαζικά και ατομικά πεπρωμένα στη Ρούμελη

Στα βάθη των κοιλάδων και του χρόνου

Κειμενο και φωτογραφιες: Τριανταφυλλος Αδαμακοπουλος
Τ. Αδαμακόπουλος

Το χειμώνα, στα χωριά της ορεινής Ρούμελης, η υπολειμματικότητα και η στενότητα νεκρώνουν τους άντρες που ρίζωσαν στο χωριό: σταδιακά το ενδιαφέρον τους για τη ζωή εξατμίζεται και καταφεύγουν στην προστασία της μαζικής κοινωνικότητας. Κάτω από την ομίχλη, η ανάσα του χωριού μικραίνει και δεν ακούγεται παρά στο καφενείο, το Μεγάλο Ιερό της Ταπεινής Ζωής, όπου θυσιάζεται ο Χρόνος. Κάθε βράδυ, γύρω από τη χαρακτηριστική στρογγυλή ξυλόσομπα, ο αντρικός πληθυσμός του χωριού σπάει τη σιωπή της ημέρας: ατέλειωτοι μονόλογοι, αμέτρητες επαναλήψεις, αναμνήσεις και κομμάτια της προσωπικής μυθολογίας, που σιγά-σιγά γίνονται δεκτά και εντάσσονται στη συλλογική μνήμη.
Τα τελευταία χρόνια το καφενείο απέκτησε έναν νέο στοιχείο και η διάταξη όλης της στοιχειώδους επίπλωσής του απέκτησε έναν άλλο προσανατολισμό: τη γωνία της υπερυψωμένης τηλεόρασης. Τώρα η συλλογική μνήμη καλωσορίζει αλλότρια γεγονότα, των οποίων η αναληθοφάνεια και η αναντιστοιχία παραβλέπονται στο βαθμό που συμπληρώνουν το κενό των τοπικών γεγονότων. Ο κόσμος μεγαλώνει φθίνοντας.

Αντίθετα, οι γυναίκες αφοσιώνονται με υγιή έντασης στις δουλιές και τα παιδιά τους, όπου ολοκληρώνουν όλη την αγάπη τους για τη ζωή και τα ένστικτά της. Πριν την άφιξη των φτηνών αλλοδαπών χεριών, τις έβρισκε κανείς στα περιβόλια με το τσαπί ή στους λόγγους με το κοπάδι.

Τ. Αδαμακόπουλος

Αφήνω το καφενείο για να περιπλανηθώ στη ζώνη κάτω από το χωριό, μέχρι το ποτάμι ή τα σύνορα με τον κάμπο. Στη λουρίδα αυτή, όπου ήταν άλλοτε η βουερή ζώνη της διαχείμανσης των μικρών κοπαδιών, τώρα χαίνουν οι εγκατελειμένοι σκελετοί των καλυβιών και οι άδειοι φράχτες των μαντριών και μόνο αραιά βλέπει κανείς έναν καπνό να επισημαίνει μια μισο-ερειπωμένη εγκατάσταση. Έχοντας περιηγηθεί χρόνια πολλά στα παλιά βοσκοτόπια της ορεινής Ελλάδας, ξέρω από πριν τι θα βρω: στα στανοτόπια της Ρούμελης δεν υπάρχουν πιά οι λεβέντες και οι υπεράνθρωπες γυναίκες των παλιών εποχών, οι διηγήσεις για βαρυχειμωνιές, ο θρύλος του λύκου. Οι σημερινοί μονομάχοι της κτηνοτροφίας είναι πιά κουρασμένοι, ηλικιωμένοι άντρες, πιό συχνά μετά τα 70, που φοβούνται πιά μόνο το χρόνο και κινούνται με αργά προσεκτικά βήματα όπως οι τελευταίοι αντάρτες ενός αργού εμφυλίου, μέσα σε μια τρομακτική μοναξιά εκλιπόντων συναγωνιστών. Θα τους βρούμε ανάμεσα στα σκυλιά, που τρέχουν όλα μαζί σε ατίθασες τεθλασμένες, μυρίζοντας τις πέτρες και αφήνοντας κάθε τόσο μια βραχνή υλακή, και τα γίδια, που κυλάνε αργά με μικρές άκοπες κινήσεις, να ακολουθούν, βρίζοντας και πετώντας αδιάκοπα πέτρες το κοπάδι, που αδιαφορεί για την παρουσία τους και συνεχίζει την αρχετυπική πορεία του στις ανεξακρίβωτες λεωφόρους του θαμνώνα.

Τ. Αδαμακόπουλος

Αυτή η αίσθηση του προαναγγελθέντος τέλους είναι πολύ κοινή στις εσωτερικές ζώνες της Ρούμελης, στα μισοέρημα χωριά του Ίναχου, στα Κράββαρα, στη λεκάνη του Μόρνου, όπου μπορεί ακόμα και σήμερα να ψηλαφήσει κανείς τα βασικά συστατικά μιας μοίρας της μοναξιάς και της φτώχειας. Η επαφή των δύο αυτών στοιχείων φέρνει τον ταξιδιώτη σε μια πελώρια διαστολή της σχέσης του με τον κόσμο αυτόν, που του επιτρέπει να αφουγκράζεται πρόσωπα και γεγονότα που ζουν στη σκοτεινή πλευρά του, όπως αυτές οι δύο μισόκουφες γριές που κινούνται αθόρυβα σαν φαντάσματα ανάμεσα στα ερείπια και στα πνιγμένα στην αγριάδα μονοπάτια ενός ετοιμοθάνατου οικισμού στα νότια του Γουλινά.
Καθώς είναι ολομόναχες και στο χωριό, αλλά και σε ολόκληρη τη γη, και χωρίς δυνατότητα μετακίνησης, περνάνε τις μέρες τους στη πιό βαθειά ένδεια, περιμένοντας τη βοήθεια κάποιου ανηψιού ή ενός παλιού κατοίκου του χωριού, που τους φέρνουν πότε-πότε λίγα χρειώδη. Μιλάνε ελάχιστα μεταξύ τους και μοιάζουν να συννενούνται με την όσφρηση, γιατί δεν φαίνεται να αντιλαμβάνεται η μία τις κινήσεις της άλλης. Έχοντας ζήσει ολόκληρη τη ζωή τους μαζί, και αφού κουράστηκαν να μοιράζονται τα λίγα κηπευτικά, τα καρύδια και τα ξυνόμηλα του χωριού, παραδόθηκαν πιά στην κοινή και αναπόδραστη μοίρα της μοναξιάς.
Ο χρόνος τους κυλάει με δουλιά στα περιβόλια, που τα τσαπίζουν αδράχνοντας το στυλιάρι απελπισμένα με τα αδύνατα και τρεμάμενα χέρια τους, με βρισιές στο σκυλί τους, που τις προφέρουν ρουμελιώτικα, τρώγοντας τα φωνήεντα και εξαπολύοντας τις λέξεις γυμνές και σκληρές να κυνηγάνε το άμοιρο ζώο πιό βασανιστικά από τους ψύλους του, και με ατέλειωτους μονολόγους για κάποιο σβησμένο παρελθόν, όπου είναι αμφίβολο αν η μιά παρακολουθεί την άλλη, καθώς αυτή που δεν μιλάει καρφώνει ένα άδειο βλέμμα προς τις κοιλάδες που τρεμουλιάζουν στο βάθος της Οξυάς και δεν μπαίνει καν στο κόπο ενός νεύματος.

Τ. Αδαμακόπουλος

Αλλά ακόμα και μέσα στην επικράτεια της απόλυτης απουσίας εννοιών και λόγων, αυτές οι δύο μοναχικές υπάρξεις έχουν καταφέρει να διαφοροποιηθούν και εκφράζουν με τη σιωπή και το ύφος τους τις δύο κοινότερες πεποιθήσεις των φτωχών ανθρώπων για τη ζωή. Η μία πιστεύει ότι δεν θα απαλλαγεί από αυτήν την απίστευτα μίζερη ζωή παρά μόνο με τον ερχομό του θανάτου, που τον αναμένει με ενάργεια, όρθια με τη βρώμικη ποδιά της σφιγμένη γύρω από ένα στιφό κοκκαλιάρικο σώμα, όπου δεν φώλιασε ποτέ καμμία ελπίδα. Η άλλη, που έχει ένα πιό συνηθισμένο σουλούπι, δηλαδή φορτωμένο με την ασύμμετρη πλαδαρότητα της ηλικίας και των ρούχων της, βρίσκει αντίθετα ότι η ζωή δεν της φέρθηκε τόσο άδικα, αφού τουλάχιστον δεν τη φόρτωσε με τις έγνοιες ή την απογοήτευση μιας αχάριστης οικογένειας. Δεν έδωσε τίποτα, δεν παίρνει τώρα τίποτα, αλλά αυτό είναι καλύτερο από την τύχη άλλων που έδωσαν τα πάντα και δεν γεύτηκαν παρά πίκρες. Έτσι η μοναξιά της, της φαίνεται δίκαιη ανταμοιβή της δικής της εισφοράς και επιβραβεύει τον εαυτό της με ένα βαστηγμένο χαμόγελο. Αυτός ο ελάχιστος απολογισμός, που για άλλους ισοδυναμεί με την πτώχευση μιας ζωής, μαζί με την αυταπάρνηση που σημαίνει το χαμόγελό της, είναι το μόνο βιός της, το μοναδικό έργο της. Ο θάνατος θα της το πάρει κι΄αυτό, θα την συντρίψει ολοκληρωτικά: δε θέλει ούτε να τον σκέφτεται.

Τ. Αδαμακόπουλος