Ημερολόγια Υπαίθρου: Πυργί

Πυργί

Ο χρόνος της μαστίχας

Κειμενο και φωτογραφιες: Τριανταφυλλος Αδαμακοπουλος

Η πλατεία στο Πυργί θυμίζει τα περισπούδαστα σκηνικά που θαυμάζει κανείς στα θεατρικά έργα που έχουν ως αντικείμενο ή υπόβαθρο τη ζωή μιας γειτονιάς. Από όποιο σημείο και αν κάτσεις, ίσια μπροστά σου απλώνεται ένα επίπεδο και σχεδόν πανομοιότυπο ανθολόγιο από λειτουργίες και ανθρώπινους τύπους που παρέλαυναν με φόντο τα μονότονα μοτίβα των ξυστών στους τοίχους. Χάρη στην αφόρητη στενότητα των δρομίσκων του οικισμού, όπου μόλις ένα χαμηλό ρίχτι σηματοδοτεί την ανοιχτή πόρτα ανάμεσα στο δρομάκι και τον προσωπικό χώρο, το ιδιωτικό και το δημόσιο συγχέονται απόλυτα στο Πυργί και εντείνονται στην πλατεία, μοναδικό ελεύθερο χώρο. Η πλατεία έχει μετατραπεί έτσι σε ομφαλό του χωριού και δεν υπάρχει κανείς άλλος πόλος να διεκδικήσει αυτό το ρόλο, ούτε καν ο παλιός πύργος που στέκει στο γεωμετρικό κέντρο του οικισμού, κρυμένος από τα σπίτια με νεώτερους πρόσθετους ορόφους και που ο μόνος τρόπος να τον εντοπίσει κανείς είναι να παρακακολουθήσει τις αστραπιαίες γραμμές που αφήνουν οι σταχτάρες στον βαρύ αέρα.

Τ. Αδαμακόπουλος

Στην μοναδική αυτή σκηνή της μοναδικής πλατείας θα συγκεντρωθούν όλοι και όλα για να εκτελέσουν κάθε σημασιολογικά ή τελετουργικά σημαντική παντομίμα, μπροστά στους συγχωριανούς τους, που άλλοι είναι μαζεμένοι σε μικρές παρέες στα καφενεία, άλλοι στέκουν για μια στιγμή καθώς ενώνουν τη μία γειτονιά με την άλλη, άλλοι έρχονται για ανεφοδιασμό στα στοιχειώδη μπακάλικα, άλλοι περιμένουν ασάλευτοι το σκοτάδι της νύχτας να ξανασυναντήσει το σκοτάδι του νου τους, τρυφερά εκτεθειμένοι από τους στενούς συγγενείς τους στη βουερή θαλπωρή της πλατείας προκειμένου να συνεχίσουν το χωρίς σταθμούς ταξίδι της άνοιας, άλλοι τέλος φτάνουν εδώ για να ξεφύγουν από τη μοναξιά και να ενταχθούν για λίγο στην ανακούφιση της ομαδικότητας. Αυτές οι δύο τελευταίες κατηγορίες η πλατεία τις φιλοξενεί αδαπάνως: τα γύρω μαγαζιά προσφέρουν τη σκιά και τα καθίσματα και οι πολύχρωμα ημίγυμνες κοπέλες από τα καφενεία ρίχνουν μόνο μια ματιά για να επιβεβαιώσουν ότι ο συγχωριανός τους δεν άλλαξε αίφνης σήμερα άποψη για το λιτό κέρασμα του, που έτσι θα περιοριστεί στο καθημερινό ποτήρι νερό.

Όλοι λοιπόν παρατάσσονται στην πλατεία, ακόμα και τα χελιδόνια, που αραδιάζουν μια τριαντάδα φωλιές στη μαρκίζα ενός και μόνο καφενείου – το χωριό είναι γεμάτο με μπαλκόνια και μαρκίζες με μόλις 2-3 φωλιές –, ακόμα και οι ένοικοι των γύρω σπιτιών – γιατί μερικές από τις πόρτες που δίνουν στην πλατεία ανήκουν σε κανονικές κατοικίες – που έχουν απλώσει και αυτοί ομπρέλες και καρέκλες στην ακίνητη αυτή παραλία και σταθμεύουν και αυτοί ανάμεσα στους θαμώνες, με τις ίδιες ακριβώς αδρανείς κινήσεις – τσιγάρο, καφές, αργό περιδιαβασμα με το βλέμμα – σε μια ακούσια ανάμειξη με τον κόσμο της πλατείας, που παρόλα τα ακίνητα συστατικά του καταφέρνει να είναι εξαιρετικά θορυβώδης.

Τ. Αδαμακόπουλος

Με το συνεχές πήγαινε-έλα, από το πρωϊ μέχρι το βράδυ, ο ακίνητος αυτός κόσμος της πλατείας θα ανανεωθεί αρκετές φορές. Κάποια στιγμή ωστόσο, ο κόσμος θα σκορπίσει για να γυρίσει στην άλλη ακινησία, στην αθέατη πλευρά της ζωής στο σπίτι. Με αργά βήματα – μερικοί σέρνουν τις καρέκλες που έφεραν, άλλοι το πι ή το τρίποδο, πιό συχνά κουβαλώντας το παρά στηριγμένοι πάνω του – χάνονται στις ορθογώνιες σωλήνες που συνδέουν την πλατεία με το σκοτάδι του οικισμού. Φεύγω και εγώ για να ανακαλύψω το δωμάτιο που μου κανόνισε ένας γνωστός μου Πυργούσης. Από την πρώτη γωνία, συναντώ το ψυθιριστό μακρόσυρτο συριγμό που στοιχειώνει τα αγροτικά χωριά και μοιάζει νάρχεται από τον πιό μαύρο πυρήνα της νύχτας και που παρόλο που αλλάζω συνεχώς γωνία ακρόασης καθώς ελίσσομαι στα άδεια στενά, έρχεται πάντα πάνω και πίσω από ένα ερείπιο που μου κλείνει τον ορίζοντα. Περιπλανιέμαι στα δρομάκια, χάνω την όδευση που είχα αποστηθίσει και χάνομαι και εγώ, μέχρι που τέλος η άκρη του ματιού μου πιάνει την τεράστια ολόλευκη σιλουέτα μιας τυτώς που γλυστράει αθόρυβα από ένα κτήριο στο γειτονικό, από το οποίο θα συνεχίσει να σκορπάει τα ανατριχιαστικά της καλέσματα στο δικό της Πυργί, το ερειπωμένο, που είναι τόσο μεγάλο όσο και το κατοικήσιμο Πυργί, καθώς πίσω από κάθε όρθιο σπίτι κρύβεται τουλάχιστον ένα έρημο ή μισογκρεμισμένο, λες και κάποιος ευφάνταστος λογαχός έχει παρατάξει τους μετρημένους γερούς στρατιώτες του μπροστά και γύρω από τους χωλούς βετεράνους για να ξεγελάσει τον εχθρό σχετικά με τον αριθμό του αποδεκατισμένου στρατού του.

Τ. Αδαμακόπουλος

Ξαναπιάνοντας από την αρχή το νήμα της όδευσης, βρίσκω το σπίτι όπου θα διανυκτερεύσω. Αν και ξέρω ότι δεν κατοικείται πιά, απ’ έξω μοιάζει καθησυχαστικά κι’ αυτό σαν τα άλλα. Ανοίγω την κάτω πόρτα και ανεβαίνοντας τη σκοτεινή σκάλα φτάνω σε ένα από αυτά τα μονότοξα γεφυράκια που ενώνουν πάνω από τους δρομίσκους σχεδόν όλα τα αντικρυστά σπίτια στο Πυργί και μέχρι τώρα τα λογάριαζα για απλές διαβάσεις ανάγκης μέσα στον αμυντικό λαβύρινθο του οικισμού. Να που είναι κανονικά λειτουργικά στοιχεία της κατοικίας και ένα από αυτά, που είναι ταυτόχρονα γέφυρα και αυλή, με περνά απέναντι, για να ανοίξω άλλη μια πόρτα και να μπω σε έναν χώρο που θα μπορούσες να τον αποκαλέσεις «παραδοσιακό δωμάτιο» αν δεν ήταν να περάσεις σου βράδυ σου εκεί: ρωγμές στον χιλιοασβεστωμένο, γεμάτο καμπύλες τοίχο, μια τεράστια χαραμάδα κάτω από τη σαραβαλιασμένη ξύλινη πόρτα, από όπου θα μπορούσε μια κανονική γάτα να συνεχίσει να ακολουθεί τον αρουραίο που κυνηγούσε, ένα ετοιμόροπο σιδερένιο κρεββάτι, μια φουσκωμένη φτηνή ντουλάπα γεμάτη με γυναικεία ρούχα και επάνω της ένας ανεμιστήρας που προφανώς αντικαθιστά - σε μια γενναιόδωρη αλλά ήδη πολύ παλιά ιδέα – τον κλιματισμό και τέλος ένας τετράγωνος όγκος στη γωνία που περικλείει μια βρώμικη τουαλέτα, στην οποία ευτυχώς η είσοδος γίνεται από εξωτερική πόρτα. Έκατσα μισή ώρα στην άκρη του κρεββατιού χωρίς να μπορώ να πάρω την παραμικρή απόφαση – να μείνω ή να ψάξω για κάτι πιό ανθρώπινο. Τέλος αποφάσισα να βγω για μία ακόμα βόλτα στον κόσμο των σιγανών ουρλιαχτών της άσπρης κουκουβάγιας και να αντιμετωπίσω το δωμάτιο με τη βοήθεια του υπνόσακκου μου, μείον την έκπληξη της πρώτης εικόνας.

Πράγματι ξαναγύρισα. Καθώς έστρωνα τον υπνόσακκο στο ημίφως του δημοτικού φωτισμού που εισέβαλε γύρω από την πόρτα, άκουσα ένα ρυθμικό ρόγχο, που σταδιακά δυνάμωνε. Βγήκα στο γεφύρι και εντοπίζοντας την πηγή του ήχου – με ορισμένα πλάσματα είναι πολύ εύκολο – αναγνώρισα τη φωνή ενός άντρα, που μούγκριζε ένα βραχύ ρυθμό, που δεν μπορούσα να αναγνωρίσω, και τον συμπλήρωνε με ένα ρεφραίν από μερικούς χειλικούς φθόγγους. Η πόρτα από την οποία έβγαινε η φωνή ήταν στο ύψος του δρόμου κάτω μου, ανοιχτή, με μια κουρελού φωτισμένη σαν μπερντέ, που πάνω του πηγαινοερχόταν και χάνοταν η σκιά του άντρα. Μερικά λεπτά αργότερα ο άντρας έσβησε το φως και ξαφνικά άρχισε να βλαστημά τη μοίρα του και να κατηγορεί βάναυσα τον εαυτό του με δυνατή φωνή - τρεις φορές, τέλος σιώπησε. Έμεινα για μια στιγμή ακόμα πάνω στο γεφυράκι μου, που ένωνε πια όλους τους κόσμους του χωριού, το βουερό κόσμο της πλατείας με τα ψυθιριστά καλέσματα τοης κουκουβάγιας, τα φώτα της βιτρίνας της ζωής στο δημόσιο χώρο με την πικρή ετυμηγορία της μοναξιάς πίσω από τις πόρτες, την επιδοτούμενη πρόσοψη των κτηρίων με τους χαίνοντες ερειπιώνες πίσω τους. Πλημυρισμένος επιτέλους από τη βροντή της αντιφατικότητας της ζωής, γύρισα στην απερίγραπτη τρύπα μου και κοιμήθηκα ήσυχος, ξαναβρίσκοντας την αλληλεγγύη που μετατρέπει ήσυχα αυτό που φοβάσαι περισσότερο σε μια ακόμα εικόνα από εκείνες που κρύβεις μέσα σου.