Ημερολόγια Υπαίθρου: Γαύδος

Γαύδος

Αντικατοπτρισμοί στην άμμο

Κειμενα και φωτογραφιες: Τριανταφυλλος Αδαμακοπουλος
Τ. Αδαμακόπουλος

Ο πρώτος αντικατοπτρισμός καθώς είχα αφήσει το δρόμο και βυθιζόμουνα στους ακίνητους μαιάνδρους της άμμου ανάμεσα στα Σελλάκια και το Σαρακήνικο, ήταν το τεράστιο ερωτηματικό που ήρθε και γλύστρισε στο τέλος της απόπειρας να συντάξω μια καθωσπρέπει πρόταση για το λόγο του να αφήσει κανείς την γεμάτη νερά, φρούτα και ομορφιές Κρήτη και να έρθει στη Γαύδο. Τελειώντας το αχνό μονοπάτι που διέτρεχε τις ράχες και φτάνοντας στην ανατολική άκρη της παραλίας, σκέφτηκα ότι το Μάη δεν περιμένει να βρεί κανείς κανονικούς ανθρώπους εδώ και κοίταξα ανήσυχα τις δύο - μόλις - φιγούρες που αργοπερπατούσαν στην παραλία. Μετά διέσχισα τον κυκεώνα από αυθαίρετα δωμάτια και ταβέρνες που συνθέτουν το Σαρακήνικο, και που δοθείσης της εποχής ήταν τόσο έρημο όσο φοβάται κανείς, διάλεξα ένα από αυτά στη τύχη, τακτοποίησα τα λιγοστά πράγματά μου και το ίδιο απόγευμα ξεκίνησα την πρώτη από τις πορείες μου.

Τ. Αδαμακόπουλος

Στην παραλία του Αη-Γιάννη διέκρινα μερικούς από τους επιβάτες με τους οποίους είχα μοιραστεί το ίδιο πρωί το αργό, βαρετό λίκνισμα του ξύλινου σκάφους που κάνει το «ταχυδρομικό» δρομολόγιο από την Παλιόχωρα. Τα σχήματά τους, αντί για το φωτοστέφανο του ερημίτη, περιβάλονταν με μια μαύρη άλω, προβεβλημένη γύρω στα βήματά τους. Περιδιάβαιναν την ακτή, ψαρεύοντας λειασμένα ξύλα, δίχτυα και σχοινιά που είχε ξεβράσει η θάλασσα. Τα μάζευαν με έγνοια και τα ταίριαζαν με φροντίδα περισσή στο πρόσκαιρο γιατάκι τους. Τα οικοδομήματά τους διακρίνονταν κάτω από τα κέδρα σαν τα μνημεία ενός καινοφανούς πολιτισμού του ελαχίστου, που γεννιέται μέσα από την άρνηση του τρέχοντος χρόνου και υψώνεται χωρίς σκοπό, χωρίς συνέχεια, χωρίς λέξεις, γυμνός σαν τους ανθρώπους που τον χτίζουν.

Τ. Αδαμακόπουλος

Έφτασα στο Λαυρακά, πέρασα δίπλα από το πηγάδι, μετά από άλλο ένα μνημείο της αποτυχίας της απόβασης του πολιτισμού στο νησί – μια παράγκα, δειγματολόγιο όλων των πιθανών υλικών που φτάνουν αυθόρμητα από τη θάλασσα - και ανέβηκα στο κράσπεδο πάνω από τις δύο παραλίες του Πύργου. Καθώς το εκτυφλωτικό φως αντανακλούνταν από παντού εξαφανίζοντας τις αποχρώσεις, η εικόνα ξέφευγε οριστικά από το εύρος των χαρακτηρισμών ανάμεσα στο όμορφο και το άσχημο. Τριγύρω μου απλωνόταν ένα τοπίο εντελώς αστόλιστο, σαν πείραμα της φύσης για μια arte povera καταμεσής του Λυβικού, μέ το οποίο οι έννοιες ένθεος, τρελλός ή δαίμονας ομοιοκαταληκτούσαν εξίσου. Στα ανατολικά, το ερημοκλήσι του Αη-Γιάννη με προσανατόλιζε χωρίς να με βοηθά: καμία προφητεία, καμμία πρόβλεψη δεν απόρρεε από το λευκό ορόσημο. Στον σταματημένο κόσμο γύρω μου υπήρχε μόνο ένας αμυδρός αχός, λες και ένας τραγοπόδαρος Πρόδρομος της δίψας και της ερημιάς πλανιόταν στις σκιές των κέδρων που συγκρατούσαν τα ρυάκια της άμμου.

Προχώρησα νότια μέχρι το ξωκλήσι του Αη-Γιώργη και από εκεί γύρισα και ανέβηκα προς την Κεφάλα, περνώντας από τα Τρυπητά και του Καριαγκούρη. Στις ερειπωμένες αγροικίες το οικοδομικό υλικό γυρίζει πίσω στη μητρική αγκαλιά: η ωχρή πέτρα στη γη, το κέδρινο πρέκι στις ρίζες και τις λαδανιές. Ο τόπος αφομοιώνει τα δικά του παιδιά με την ίδια φυσικότητα που παραβλέπει τους ντενεκέδες, τα γιαλά και τα πλαστικά και τα εγκαταλείπει στη μανία του χρόνου.

Τ. Αδαμακόπουλος

Συνέχισα το ομαλά ανηφορικό μονοπάτι προς τον Άμπελο, καθώς ένα σύννεφο από τα δυτικά σκάλωνε στην κορφή. Μπήκα στο συνοικισμό από την έρημη βόρεια άκρη του και τον διέσχισα, ενώ μια γριά με δύο γίδια χάνονταν στο βάθος της ομίχλης και ένα σκυλί αλυχτούσε χωρίς να με βλέπει. Έπιασα το μονοπάτι για το Καστρί χωρίς άλλη παύση, αναζητώντας τη γραμμή της θάλασσας που έλαμπε κάτω από τα κουρέλια της ομίχλης. Πέρασα τα ερείπια στα Ανδρεδιανά και μαζί με το φως ξαναβρήκα τα ερωτηματικά και την αγωνία για τους λόγους που μπορούν να φέρουν κάποιον στη Γαύδο. Χρειάστηκαν πέντε μέρες, δυο από τις οποίες με γερή βροχή, για να δώσω στην ερώτηση μια πιό κατάλληλη διατύπωση: δεν έχουν όλοι οι τόποι εξηγήσεις, με άλλα λόγια χρησιμοποιούν μια διαλεκτική του τοπίου και του χρόνου που δεν σου έχει διδαχτεί, οπότε πρέπει να την αποδεχτείς ή να φύγεις.

Την επομένη έφυγα. Το μεγάλο νησί απέναντι τραγουδούσε λιγότερο βαθυστόχαστους σκοπούς.