Ημερολόγια Υπαίθρου: Όλυμπος

Όλυμπος

Συναντώντας το υπέρτατο ον

Κειμενα και φωτογραφιες: Τριανταφυλλος Αδαμακοπουλος

Το 2016 έκλεισαν 40 χρόνια από την πρώτη μου ανάβαση στον Όλυμπο, που έτυχε να είναι το πρώτο πεδίο όπου δοκίμασα τις δυσκολίες και τις συγκινήσεις του βουνού. Η διαπίστωση έγινε συμπτωματικά και αυθόρμητα καθώς έκλεινα το αντίσκηνό μου, λίγα μέτρα κάτω από το διάσελο του Καλόγερου, και έσερνα στο γρασίδι της στεγνής λούτσας τον πολύχρωμο υπνόσακκό μου ανεβαίνοντας μέχρι το διάσελο για να απολαύσω το ξημέρωμα. Τριάντα χρόνια, πάει να πει πάνω από 50 φορές στον Όλυμπο, με καλό και κακό καιρό, με όμορφες ομίχλες και θαμπά από την αχλύ της καλοκαιρινής κάψας απογεύματα, με ...

Τ. Αδαμακόπουλος

Χωμένος στο αμπρί της προχειροχτισμένης ξερολιθιάς, χουχουλιασμένος στον υπνόσακκό για να αντέξω το δυσβάσταχτα δροσερό βοριαδάκι, αναλογίστηκα τη σημερινή μου πορεία από το καταφύγιο στο Πάνω Πηγάδι στο δάσος της Μάλτας και από τη ράχη Αχριάνη και το πλάϊ του Πάγου μέχρι τη Λούτσα και σχεδίασα την αυριανή, το κατέβασμα στη Μπάρα, μετά στη μεγάλη στέρνα, την τραβέρσα μέχρι τα Σκαμνιά, μετά από τον εγκατελειμένο δρόμο μέχρι τη Χαρβαλόβρυση, μετά στο Μπεχτέσι και από εκεί πίσω στο καταφύγιο. Παράξενη διαδρομή, κυκλική όπως με βόλευε για να επιστρέψω στο αυτοκίνητό μου, που δεν την είχα ξανακάνει αν και από τους περισσότερους κόμβους της είχα περάσει παλιότερα στη διάρκεια άλλων περιπλανήσεων.

Ο βοριάς χυνόταν ανεμπόδιστος στα κατάγυμνα πετρολίβαδα και το κρύο έγινε ανυπόφορο. Σηκώθηκα με ρίγη κρύου και μελαγχολίας και περιπλανήθηκα στο άδειο λιβάδι, ανάμεσα στις πορτοκαλιές πλαγιές και τις σκιές που αποκάλυπταν ρηχές ρεματιές. Μέσα στο απόκοσμο φως, που έπεφτε τελείως πλάγια, απαλάσσοντας τα σχήματα των αραιών φυτών από τη σύνδεσή τους με τη γη, σαν δάχτυλα που απομακρύνονται αργά από ένα υψωμένο σε δέηση χέρι προς τον ουρανό, πρόσεξα ή ένοιωσα τις μικρές ζωές γύρω μου να ανακινούνται ... Τα ξερά σταυρανθή έμοιαζαν να ανατριχιάζουν, οι νάνες καμπανούλες γύρισαν τα πέταλά τους και ετοιμάστηκαν να ρουφήξουν τη δροσιά, τα ανεμοδαρμένα αγροστώδη ανακάθισαν. Μια άλλη εικόνα γεννήθηκε μέσα από την ερημιά.

Ξαφνικά κατάλαβα ότι αυτό το πετρωμένο λιβάδι, με τους κατάστεγνους, καμένους από το ξερό άνεμο, βλαστούς, αυτό το φως, ακόμα και αυτός ο άνεμος, ήταν ένα σώμα, αδιάρρηκτο και ενιαίο, που πάνω του ή μέσα του περπατούσα, ξένος γι΄αυτό, χωρίς να μπορώ να συνδιαλλαγώ μαζί του. Μ’άφηνε να κινούμαι, όπως κάλλιστα μπορούσε να με πετρώσει με το κρύο ή τη ξηρασία.

Έδινα ονόματα στα φυτά, αλλά σε όλα μαζί, χωρίς να μπορώ να ξεχωρίσω ούτε τις ατομικές υποστάσεις τους, ούτε τις συμπράξεις τους. Για λίγα λεπτά ακόμα, καθώς το φως αντάλλασε νεύματα με τους βλαστούς και τις πέτρες, συνέχισα να περπατώ στον τόπο αυτόν που μέχρι μια στιγμή πριν νόμιζα νεκρό ή άδειο, και τώρα ήξερα ότι δεν ήταν καθόλου έτσι, ήταν κατάφορτος από τη συγκροτημένη συνείδηση μιας άλλης μορφής σκέψης, που συμπτωματικά και ανεξήγητα έπαιρνε αυτήν ή την άλλη εξωτερική υπόσταση, και που μπορεί άλλοτε να μου φαινόταν γνώριμη και φιλική και άλλοτε πιεστικά ξένη και θλιβερή, σε κάθε περίπτωση πάντως μια πνευματικά αρμονική υλική υπόσταση, που μπορούσε να συνταιριάξει όλες αυτές τις εκδοχές ζωής σε μια ενιαία οντότητα, απότοκος μιας αδιατύπωτης αλλά ανυπέρβλητης σοφίας, που με ξεπερνούσε ολότελα και με έφηνε καταμεσής ενός κοινότατου λιβαδιού, αποσβολωμένο κληρονόμο χιλιετιών άχρηστης ανθρώπινης σκέψης, ανίκανο να οραματιστώ την ενορχήστρωση έστω δύο πλασμάτων, ακόμα κι’ αν το ένα ήμουν εγώ ο ίδιος.

Κατάλαβα ότι αυτό το άγνωστο ον μπροστά μου υλοποιούσε από καταβολής χρόνου μορφές συμβίωσης που ξεπερνούσαν οριστικά το αποτέλεσμα όλης της ανθρώπινης πνευματικότητας, ουσιαστικά αγνοούσε τον άνθρωπο για αιώνες ολόκληρους μέχρι μια τυχαία στιγμή, οπότε του έτεινε ένα νεύμα από πρωϊνά χρώματα, γκρίζα μούσκλια, σταγόνες ή ένα ανεπαίσθητο ανέμου χάδι, χωρίς προσδοκία ανταπόκρισης, απλά σαν ένας σοφός γέροντας που δοκιμάζει πότε-πότε έναν ακόμα τρόπο επικοινωνίας με το περίκλειστο και αδιάλακτο ον που φάνηκε στην επικράτειά του. Όλα αυτά τα σαράντα χρόνια γεύτηκα χιλιάδες φορές το χάδι του ανέμου, καταχώρισα επανειλημένα τα χρώματα, άφησα να μ’ αγγίξουν τα μούσκλια και οι στάλες της βροχής, το μήνυμά τους όμως έμεινε ανεπίδοτο. Συντριμμένος από την επίγνωση της απόστασης που με χώριζε από τον πλανήτη αυτόν που νόμιζα ότι κατείχα, κατάμονος μαζί με δισεκατομμύρια άλλους βουβούς και αόματους ταξιδιώτες, συνειδητοποίησα ότι δεν υπήρχε άλλη πίστη ή ελπίδα παρά η ατέρμονη περιπλάνηση πάνω του, με τις αισθήσεις σε υπέρτατη εγρήγορση, μήπως κάποια φορά, σε μία από τις απρόσμενες εκείνες δοκιμές επαφής, προλάβω να απαντήσω στην πρόσκληση, ψελίζοντας γονυπετής τα λόγια που θα μου βάλει στα χείλια, σαν ικεσία για το θαύμα που θα μας απαλλάξει από το άχθος της μοναξιάς και τον τρόμο του θανάτου και θα υψώσει τις ασήμαντες ατομικές περιπτώσεις μας σε μετόχους ενός μεγαλειώδους πεπρωμένου που συνεχίζεται.