Ημερολόγια Υπαίθρου: Κύθνος

Κύθνος

Τα φτερά της θάλασσας

Κειμενο και φωτογραφιες: Τριανταφυλλος Αδαμακοπουλος

Καταμεσής σε έναν αργό, ζεστό και κουραστικό Ιούλη, αποφάσισα να περάσω μερικές μέρες στην Κύθνο. Φτάνοντας στο Λαύριο, ανακάλυψα ότι τα μεσημεριανά δρομολόγια ήταν πλήρη, με μοναδική πλέον λύση έναν έκτακτο πλοίο αργά το απόγευμα. Έτσι όμως μου προέκυπτε μια αναμονή αρκετών ωρών, χώρια ότι θα έφτανα βράδυ στο νησί. Αφού το χώνεψα, σκέφτηκα ότι στο χρόνο αυτόν προλάβαινα να περιεργαστώ την περιοχή του νέου λιμανιού του Λαυρίου, που την γνώρισα σε παλιότερους χρόνους και έβλεπα ότι είχε αλλάξει ριζικά.

Τ. Αδαμακόπουλος

Μόλις βγήκα από το λιμάνι, εντόπισα στην λασπερή ανατολική ακτή μια μεγάλη συνάθροιση ασημόγλαρων. Αν δεν ήταν ο εντυπωσιακός αριθμός, δεν θα έριχνα δεύτερη ματιά, αντιδρώντας με αδιαφορία στην έννοια «γλάρος», που λειτουργεί τόσο ως συλλογικό όνομα μιας μεγάλης ποικιλίας πολύ διαφορετικών ειδών, όσο και ως μαζικός απαξιωτικός χαρακτηρισμός. Αλλά εδώ πρόκειτο για τουλάχιστον τριακόσιους, έστω συνηθισμένους, ασημόγλαρους και έτσι βγήκα από το δρόμο και πλησίασα σε απόσταση λιγότερη από 30 μέτρα. Τα πουλιά ανησύχησαν λίγο, και άλλαξαν θέσεις, διατηρώντας ωστόσο τη συνοχή της μακριάς γραμμικής διάταξής τους. Κατά τόπους, συνέχισαν να μετακινούνται αργά, σιωπηλά, σαν να εξέταζαν κάποιο θέμα και αντάλλασαν σκέψεις με νεύματα. Ανώριμα άτομα διασπούσαν, με το περισσότερο ή λιγότερο γκρι φτέρωμα τους, τη συνέχεια της σειράς των λευκών όγκων. Τα ράμφη τους, προβεβλημένα πάνω στο προφίλ χάρις στο έντονο χρώμα και τη δυναμική γραμμή, κυριαρχούσαν στην εικόνα, μαρτυρώντας ότι ο ασημόγλαρος μπορεί να στηρίζεται στον κόσμο με τις φτερούγες του, αλλά διεκδικεί την επιβίωσή τους με το ράμφος του. Σιγά-σιγά εξοικειώθηκα με την ποικιλία των στάσεων και των συμπεριφορών τους και άρχισα να παρατηρώ με ολοένα μεγαλύτερο ενδιαφέρον αυτά τα τόσο κοινά πουλιά, που συνήθως δεν γυρνάμε να τα κοιτάξουμε.

Τ. Αδαμακόπουλος

Η ώρα ωστόσο πέρασε και έτσι άφησα τα πουλιά και κατέβηκα ξανά στο λιμάνι. Από το ψηλότερο κατάστρωμα μπορούσα να δω τους ασημόγλαρους να γλυστράνε παντού γύρω από την πόλη και το λιμάνι, σαν μαύρες τρύπες μέσα στην αντηλιά ή σαν αστραφτερές σιλουέτες αντίκρυ στο φως. Καθώς το καράβι έβγαινε από το λιμάνι, μια μεγάλη ομάδα το συνάντησε και το συνόδευσε παιχνιδιάρικα, άλλοι βουτώντας στην πρύμνη μέχρι να αγγίξουν τους γλαυκούς αφρούς, άλλοι πετώντας στο πλαϊ και στο ύψος του καταστρώματος, ακίνητοι, λες και κρατούσαν αόρατα νήματα που έρχονταν από την πλώρη. Έμοιαζε τότε το πλοίο σαν άρμα των γλάρων, που τους σύρει στο άκοπο ταξίδι τους στον πόντο και εμείς αμαξηλάτες κοινότατοι, στην υπηρεσία των λευκών πουλιών, που ακολουθούμε τις προδιαταγμένες ρότες κουτά και απαράλλαχτα.

Τ. Αδαμακόπουλος

Όταν το πλοίο έφτασε στο μέσον της θλιβερής τραβέρσας κατά μήκος του μεγάλου άξονα της Μακρονήσου, οι ασημόγλαροι παράτησαν το παιχνίδι τους και έφυγαν προς στο λιμάνι. Γύρισα τα κιάλια προς το σπιλωμένο νησί και βάλθηκα να περιεργαζόμαι τα πολυάριθμα κτίσματα, που έλαμπαν στο ζεστό απόγευμα με μια απατηλή προσήνεια από πορτοκαλί φως γύρω τους, όταν μια ομάδα από αρτέμηδες πέρασε μέσα από το οπτικό μου πεδίο. Εγκατέλειψα την αδιόδευτη αναμόχλευση της νεώτερης ιστορίας μας και άρχισα να παρακολουθώ τα πουλιά. Υπήρχε μια μεγάλη συνάθροιση στα δυτικά, από όπου τα πουλιά σηκώνονταν και κάνοντας ένα σπειροειδές τελετουργικό γύρω από το πλοίο το υπερσκέλιζαν και χάνονταν κατά τη Τζιά. Ένας-ένας ή σε μικρές ομάδες, πάνω από 100 αρτέμηδες πέρασαν μπροστά από τα κιάλια ή το φακό, και μπόρεσα να απολαύσω την όμορφη σιλουέτα τους με τα τεράστια σπαθωτά φτερά, καθώς τρεχολογούσαν στο μεγάλο μπλαβί λιβάδι του πελάγους, σαν πραγματικά αγριοκάτσικα της θάλασσας. Αν και δείχνουν κάποιο ενδιαφέρον για τις ρότες των πλοίων, δεν τα πλησιάζουν και πλανιώνται ομαδικά ή μοναχικά στην ανοιχτή θάλασσα φτεροκοπώντας σε πολύ χαμηλό ύψος – οι άκρες των φτερών αγγίζουν σχεδόν το νερό – σε ανοιχτές τεθλασμένες που αν οδηγούν κάπου, αυτό μόνο ένας αρτέμης το ξέρει.

Τ. Αδαμακόπουλος

Με το σούρουπο φάνηκε το νησί και ενώ το φως έσβυνε, ο σκοτεινός όγκος του έγινε συγκεκριμένος. Το πλοίο τράβηξε ευθεία με σιγουριά πίσω από το τελευταίο ακρωτήρι και μπήκε στον κόλπο του Μέριχα. Μέσα στην άλω από την εξώκοσμη αναλαμπή του δημοτικού φωτισμού μπορούσες να μετρήσεις τα φώτα του μικρού επίνειου. Δυό πιό λαμπερά φώτα, που το ένα ήταν σίγουρα ο σημαντήρας και το άλλο η αντανάκλασή του - ή κάποιο πεσμένο αστέρι - όριζαν την μικρή αγκαλιά του μώλου, που τελικά μέσα της γλύστρισε αθόρυβα το πλοίο.

Την άλλη μέρα, κοντά στο μεσημέρι, βρέθηκα στην Απόκριση και στάλιασα στη δροσιά της μοναδικής ταβέρνας. Μέχρι να φέρουν τη λιτή παραγγελία μου, κοίταξα με ενδιαφέρον το προσωπικό της μικρής ταβέρνας, που πηγαινοερχόταν και τεμπέλιαζε εναλλάξ, δίνοντας την εντύπωση μιας πολυάνθρωπης ροής. Παντού στην Ελλάδα, η παραλιακή ταβέρνα είναι μια μικρή οικογενειακή επιχείρηση, εποχιακή, πρωτόγονη και βουερή. Ο σκοπός της λειτουργίας της μοιάζει πιό πολύ το ομαδικό ξεκαλοκαίριασμα των τριών γενιών που την υπηρετούν και βρίσκονται επιτέλους ξανά μαζί, καθώς οι γέροι, που έχτισαν παλιότερα την ταβέρνα, μένουν πάντα στο νησί, ενώ οι γονείς δουλεύουν κάπου στην Αττική και τα παιδιά μόλις έκλεισαν για φέτος τα τετράδια.

Άρχισα να νυστάζω από τη ζέστη. Βούλιαξα το καπέλο μου όσο πιό βαθιά μπορούσα, διέτρεξα την παραλία και έπιασα το αχνό μονοπάτι που σκαρφάλωνε σε έναν βράχινο ώμο, για να γυρίσει και να καταλήξει σε μια δεύτερη, πιό μικρή, υπέροχα λιτή αγκαλιά. Στον ώμο ένα έρημο καλύβι έριχνε μια αναιμική σκιά. Στριμώχτηκα στην βάση της, ξαναβρίσκοντας με ανακούφιση την ακινησία του μεσημεριάτικου τοπίου, μετά τη βουή της ταβέρνας. Ένας γαλαζοκότσυφας ανέβηκε κελαρύζοντας από τα βράχια, και αφού δοκίμασε τρεις θέσεις που δεν του άρεσαν, διάλεξε μια όμορφη τετράγωνη πέτρα με πορτοκαλιές λειχήνες, και μου γύρισε την πλάτη, παραδόξως τελείως γκρι παρά γαλαζο-γκρι όπως την ήξερα. Αφού σκόρπισε στον αέρα, στα βράχια και στη θάλασσα ένα καταρράχτη από τρίλιες και λαρυγγισμούς, με μια πτήση που έμοιαζε πιό πολύ με πτώση, χάθηκε για μια στιγμή στη βάση του βράχινου σπηρουνιού και ξαφνικά ξανάρθε και μεσουράνησε ακριβώς πάνω από το καλύβι. Η σκιά εξαχνώθηκε μεμιάς.